ἐπιεικέσιν

ἐπιεικέσιν
ἐπιεικής
fitting
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασκεπάζω — (AM κατασκεπάζω) 1. σκεπάζω εντελώς 2. συγκαλύπτω, αποκρύπτω («μοχθηρὰ ἤθη λόγοις ἐπιεικέσιν κατασκεπάζειν», Φίλ.) μσν. προστατεύω, θέτω υπό την προστασία μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”